Περιγραφή
Τώρα έκλαιγε δυνατά. Τα παιδιά την κοιτούσαν σαν χαμένα. Η Σίσσυ, σαν μεγαλύτερη, καθισμένη στην γωνιά, της πήρε το μωρό από την αγκαλιά, και κάθισε σουφρώνοντας τα χείλια. Ήθελε κι αυτή να κλάψει, αλλά δεν ήξερε γιατί. Για την μάνα της, για αυτούς που άφησαν στην άλλη χώρα, για το μωρό που τσίριζε τώρα τρομαγμένο από τα κλάματα της μάνας του. Τα δύο αγοράκια
ταραγμένα κι αυτά κοιτούσαν σαν χαμένα μια την μάνα τους, μια τους δύο φαντάρους που προσπαθούσαν να τους αποσπάσουν την προσοχή από την όμορφη αυτή γυναίκα που έκλαιγε με αναφιλητά. Όλη αυτή η ιστορία τους έφερε σε μεγάλη αμηχανία μη μπορώντας να αισθανθούν το δράμα που φαινότανε να κρύβει αυτή η οικογένεια. Και αισθάνθηκαν αηδία για τον ανθυπολο
χαγό που τους έλεγε πριν τρεις ώρες στο φυλάκιο για μια παλιοκομουνίστρια που έπρεπε να παραλάβουν. Αυτοί έβλεπαν ένα ανθρώπινο ράκος μπροστά τους. Ε ρε τι σου είναι η ζωή και ο κόσμος, σκέφτηκαν μεταξύ τους όπως συναντήθηκαν τα βλέμματά τους, λυπημένοι κι αυτοί από το ξαφνικό δράμα που παιζόταν μέσα στο τζιπ.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.